Μια γωνιά στον κόσμο έπιανε. Μια μεριά. Ένα επί ένα. Συν τέσσερα μείον τέσσερα. Γιατί ο ίσκιος δεν μετράει, ανήκει στον εναέριο χώρο.
Μουριά. Με φύλλα πράσινα. Να κοιτάζουν τον ήλιο κατάματα και να μην γυρνάνε βλέμμα. Πράσινο σπάνιο στην παλέτα της φύσης. Ψήλωνε και νερό δεν ήθελε. Ήτανε οικονόμα, είχε βρει δικό της.
Ενοχλούσε όμως. Μεγάλωνε, θέριευε. Κρίθηκε ακατάλληλη για την ομορφιά του τσιμεντένιου τοπίου. Ενοχλούσε επίσης τα καλογυαλισμένα αναπηρικά καροτσάκια των αρτιμελών ιδιοκτητών τους.
..κι
έγινε βορά της μεγαλομανίας,μιας έξοχης χοντρής κυρίας που ψάχνει αιωνίως να πιαστεί από κάπου να ανέβει την σκάλα της κοινωνικής ύπαρξης της αηδίας.
Όταν ήμουν ακόμα ένα μικρό τσίγκινο κονσερβόκουτο από αυτά που στοιβάζουν μέσα κομπόστα(συγνώμη μυαλό ήθελα να πω) κάποιος με ακούμπησε στο χώμα πρώτα. Για να λερωθώ. Να διαλέξω. Να δω τι είμαι. Τι θέλω να είμαι. Τι θέλω να γίνω.
Μια τόσο συγκλονιστική εμπειρία όμως είναι δύσκολο να την διαχειριστεί ένα κομματάκι λαμαρίνα και από την βιασύνη μου φύτρωσαν ρίζες πάνω στην γυαλισμένη μου επιφάνεια. Από την σκληράδα μου μέχρι την άμμο. Από την άμμο μέχρι τη λάσπη. Από την λάσπη μέχρι την πέτρα και ξανά πάλι. Παιδί μετέωρο στην πλάστιγγα της ζωής. Να μην μπορώ να κρίνω αν κάποιο μονοπάτι που ακολουθήσω είναι καλό η κακό. Διάλεξα τότε. Φώναξα,ούρλιαξα να με γεμίσουνε σάπια φρούτα διαλογής με ζάχαρη και να με στοιβάξουνε και μένα στο ράφι του σούπερ μάρκετ για να με φάει η ευτραφής κυρία. Το κάνανε, μα ήταν πολύ αργά. Όπου και να πήγαινα μ' ακολουθούσαν οι ρίζες μου, που γίνανε ασύρματες, χωρίς διεύθυνση δικτίου και πια δεν ξεχώριζα αν είμαι δέντρο η ένα μεταλλικό κουτί. Κατάντησα ελαττωματικό προϊόν.
Αηδίες να λέγονται σιχαμερή γεματούλα κυρία μου και τώρα τελευταία όλο μπροστά μου σε βρίσκω και συνεχίζεις να μου προκαλείς την ίδια εμετική τάση.
Κλείνω τα μάτια να μην σε βλέπω, μα είσαι παντού. Έφαγες την απλότητα, ξεκοκάλισες την αγάπη, έγινες κολλητή με την ζήλια και άμα κάνω πως σε αγνοώ με βαφτίζεις και μένα στο όνομα σου.
Ελπίζω.Κάπου στο πλάι της, η μουριά, έχει έναν μικρό βλαστό που δεν τον πήρες χαμπάρι και ξέχασες να τον κόψεις κι αυτόν.
Tin...λιγάκι μουντρούχος τον τελευταίο καιρό.
Μουριά. Με φύλλα πράσινα. Να κοιτάζουν τον ήλιο κατάματα και να μην γυρνάνε βλέμμα. Πράσινο σπάνιο στην παλέτα της φύσης. Ψήλωνε και νερό δεν ήθελε. Ήτανε οικονόμα, είχε βρει δικό της.
Ενοχλούσε όμως. Μεγάλωνε, θέριευε. Κρίθηκε ακατάλληλη για την ομορφιά του τσιμεντένιου τοπίου. Ενοχλούσε επίσης τα καλογυαλισμένα αναπηρικά καροτσάκια των αρτιμελών ιδιοκτητών τους.
..κι
έγινε βορά της μεγαλομανίας,μιας έξοχης χοντρής κυρίας που ψάχνει αιωνίως να πιαστεί από κάπου να ανέβει την σκάλα της κοινωνικής ύπαρξης της αηδίας.
Όταν ήμουν ακόμα ένα μικρό τσίγκινο κονσερβόκουτο από αυτά που στοιβάζουν μέσα κομπόστα(συγνώμη μυαλό ήθελα να πω) κάποιος με ακούμπησε στο χώμα πρώτα. Για να λερωθώ. Να διαλέξω. Να δω τι είμαι. Τι θέλω να είμαι. Τι θέλω να γίνω.
Μια τόσο συγκλονιστική εμπειρία όμως είναι δύσκολο να την διαχειριστεί ένα κομματάκι λαμαρίνα και από την βιασύνη μου φύτρωσαν ρίζες πάνω στην γυαλισμένη μου επιφάνεια. Από την σκληράδα μου μέχρι την άμμο. Από την άμμο μέχρι τη λάσπη. Από την λάσπη μέχρι την πέτρα και ξανά πάλι. Παιδί μετέωρο στην πλάστιγγα της ζωής. Να μην μπορώ να κρίνω αν κάποιο μονοπάτι που ακολουθήσω είναι καλό η κακό. Διάλεξα τότε. Φώναξα,ούρλιαξα να με γεμίσουνε σάπια φρούτα διαλογής με ζάχαρη και να με στοιβάξουνε και μένα στο ράφι του σούπερ μάρκετ για να με φάει η ευτραφής κυρία. Το κάνανε, μα ήταν πολύ αργά. Όπου και να πήγαινα μ' ακολουθούσαν οι ρίζες μου, που γίνανε ασύρματες, χωρίς διεύθυνση δικτίου και πια δεν ξεχώριζα αν είμαι δέντρο η ένα μεταλλικό κουτί. Κατάντησα ελαττωματικό προϊόν.
Αηδίες να λέγονται σιχαμερή γεματούλα κυρία μου και τώρα τελευταία όλο μπροστά μου σε βρίσκω και συνεχίζεις να μου προκαλείς την ίδια εμετική τάση.
Κλείνω τα μάτια να μην σε βλέπω, μα είσαι παντού. Έφαγες την απλότητα, ξεκοκάλισες την αγάπη, έγινες κολλητή με την ζήλια και άμα κάνω πως σε αγνοώ με βαφτίζεις και μένα στο όνομα σου.
Ελπίζω.Κάπου στο πλάι της, η μουριά, έχει έναν μικρό βλαστό που δεν τον πήρες χαμπάρι και ξέχασες να τον κόψεις κι αυτόν.
Tin...λιγάκι μουντρούχος τον τελευταίο καιρό.
One
tiny place in the world. Just one little corner. One square meter. Maybe plus
four minus four, because you can't calculate the space shadow fills, it belongs to the air
space.
A
mulberry tree. With green leafs... that gaze the sun directly in his
eye and never blink. A rare green in the colors mixing plate of nature. She was
getting taller and water she need not. Skimpy she was, her own wetness she
found, deep in the ground.
But
she become an anointment...growing, her trunk reaching the
skies...thats what her fault was. Not suitable for a world of concrete.
An anointment for super washed shinny cars, the wheelchairs of able-bodied humans.
and...
food
she become to Megalomania, to this exquisite fat lady who eternaly
searches to climb up on societies branches, filled with filth.
When
i was young just a tiny-shiny piece of tin can, the kind that they fill up
with preserved fruits(forgive me, i wanted to say principles), someone
placed me to the ground under her shadow.
To get dirty.
To choose.
What i want to be .
What i am and what i will be.
An
experience so shattering, so hard, for a tiny little piece of metal. I
thought, i had to rush to catch up. And all that run, grew roots in my shiny metal
surface. From my hardness till the sand. From the sand to the mud. From
the mud the stones and back again. A child left in limbo of the scales
of life. A child not be able to recognize which path to fllow, bad or
good. I made a hasty choice then. I shouted, i screamed "please, fill me
up too with rotten preserved fruits and sugar. Place me too, up to the
super markets shelves, Megalomania the fat lady is hungry!"
They made it, but it was too late.
Wherever i went my roots where following me, kept growing more and more, wireless they became. Without adress or ip adress, i couldnt differentiate myself, if i am a tree, or tin can. An anointment, a false product.
Wherever i went my roots where following me, kept growing more and more, wireless they became. Without adress or ip adress, i couldnt differentiate myself, if i am a tree, or tin can. An anointment, a false product.
"Rubish
talk" you might say, my filthy-splendid fat lady, and these days i
find you wherever i look. Hey... and you still make me vomit.
I
close my eyes not to see you but you are fucking everywhere. You ate
simplicity, you devoured love, became best friends with jealousy and if i
get you out of my mind completly, you take advantage of me and name me to your filthy grace.
I hope.
I still hope, you glorious fatness.
When
you cutted the mulberry, lower, to the side of her trunk, there was a little
sprout... a tiny little sprout and you forgot to cut that too!
Tin