Και τώρα οι δυο μας
Είμαι καλά, όλα καλά, φωνάζω να σιγάσουν,
μ’ ένα κοφτό χαμόγελο, τον πόνο μου κρατώ,
Οι ανακριτές μου στη ζωή, πρέπει να ησυχάσουν,
κουράστηκα από βλέμματα, με ύφος λυπηρό.
Δε ψάχνω λόγιο ή σοφό, μα άξιο μου ίσο,
βλέπεις εσύ απόμεινες μοναχά να μ’ ακούς.
Φύσα στα χείλη τρεις φορές, πνοή να αποκτήσω,
τη ξόδεψα ασυλλόγιστα, μιλώντας με κουτούς.
Η ανάγκη τους με πλάνησε, σε φαντασίας
σφαίρα,
να εγκαταλείψω βάλθηκα, της νιότης το παιδί,
ο αφελής δεν γνώριζα, πως θα ’ρθει, μαύρη
μέρα,
για όσα η καρδιά αισθάνεται, η σκέψη να νοσεί.
Ποιός είμαι εγώ που αυθαίρετα, διατάζω και
ορίζω;
Σώμα μισό, μόνο μισώ, απόδειξη ζωής.
Κι αν τώρα πια είναι αργά, τότε σε τι να
ελπίζω;
Εσύ εγώ, εγώ εσύ μα χώρια, απλά κανείς.
Πίσπηρας