Η προσευχή του Ορφέα
Πικρό
στα χείλη πάντοτε του θρήνου το ποτήρι,
μήτε
σ’ εχθρό δεν εύχομαι, ποτέ να το γευτεί,
εκλιπαρώ
γονατιστός για τούτο το χατίρι,
να
φύγει η νύχτα μακριά, η τόση σκοτεινή.
Την
προσευχή μου άκουσε, κυρά μου, Περσεφόνη,
που
η λύρα απόψε έντυσε με πένθιμους σκοπούς.
Τον
πόνο ξέρεις πιότερο, αφού είσαι εσύ η μόνη,
που
περπατεί ανάμεσα στου Άδη τους νεκρούς.
Κάνε
το δάκρυ ποταμό στο χώμα να κυλίσει,
στα
παγωμένα ρεύματα, του Αχέροντα, να μπει,
εκείνη
που αγάπησα, κρυφά να συναντήσει,
την
θλίψη που με σκέπασε να της διηγηθεί.
Ταιριάζει
άραγε η ομορφιά και η δική της χάρη,
σε
τούτη που της έλαχε, την μαύρη συμφορά.
Πες
μου, αγάπη αληθινή, αντάξια της άλλη,
στο
κόσμο μέσα ολάκερο αν έχεις δει ξανά.
Κι
εσύ, μεγάλε Πλούτωνα, θεέ του Κάτω Κόσμου,
του
απείρου σκότους βασιλιά και των ψυχών κριτή,
το
μοιρολόγι άκουσε, μια ευκαιρία δώσ’ μου,
χάδι
στη κρύα σου καρδία, να γίνει η μουσική.
Εσύ
που κρίνεις αυστηρά, μα δίκαια συνάμα,
και
απ’ τους δυο σου αδερφούς, στέκεις ξεχωριστός,
την
Ευρυδίκη απάλλαξε απ’ το φρικτό της δράμα,
ξανά
μαζί μου επέτρεψε, να δει του ήλιου φώς.
Προστάτεψέ
την σου ζητώ, ώσπου να βρω τη λύση,
μην
τύχει πιεί, της αρνησιάς, το μαγικό νερό,
τα
χείλη αυτά που φίλησε να μη τα λησμονήσει,
χαρά
να της προσφέρουνε, σαν πουν το σ’ αγαπώ.
Μόνο
η αγάπη τη ζωή, με ομορφιά στολίζει.
Αυτήν
θεοί και άνθρωποι τυφλά υπηρετούν.
Ρέουν
γι’ αυτήν οι ποταμοί, η πλάση γύρω ανθίζει,
γι’
αυτήν με χάρη τα πουλιά, πετούν και κελαηδούν.
Πίσπηρας