Το πιο ωραίο τέχνασμα
Θολούς
χρησμούς ξεστόμισες, απόψε πάλι μάγισσα,
το κρύο φως του φεγγαριού, ασάλευτος κοιτώ,
φίλους παλιούς λησμόνησα, το σπίτι μου το άφησα,
και την πλανεύτρα σου ομορφιά, πιστά ακολουθώ.
Των πεταλούδων που μισείς, τα χρώματα δανείζομαι,
σκαλίζω με τη πένα μου, παράξενη γραφή,
στις άδειες λέξεις χάνομαι και ξάφνου οραματίζομαι,
μέσα στου νου τη σκοτεινιά, τη θεία σου μορφή.
Νέκταρ γλυκό, αδέξια, γεμίζεις το ποτήρι μου,
μένω απ’ τη ζάλη αιχμάλωτος, σε μια σφιχτή αγκαλιά.
Τον κόσμο γύρω έκαψες, μονάχα για χατίρι μου,
τα δάκρυα να στεγνώσουνε, σε μαγική φωτιά.
Κλείνουν τα μάτια εύκολα, κουραστική η απόσταση,
μα εσύ στο πλάι ξάγρυπνη, τους φόβους πολεμάς.
Ονείρων πλοίο οδηγώ, σε άλλο κόσμο απόδραση,
καθώς σειρήνων άσματα μου σιγοτραγουδάς.
Κι αν όσα σχέδια έκανα, για της ζωής το πέρασμα,
πίσω απ’ τη πλάτη μου ο Θεός, κρυφά χαμογελά,
η λάμψη που μου χάρισες, το πιο ωραίο τέχνασμα,
μέχρι κι εκείνον πείθει πια, για να με βοηθά.
Πίσπηρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα εξεταστεί και θα αγνοηθεί.