Ξύπνησα.Τι μέρα;τι ώρα είναι;Εδώ σε μια μαύρη τρύπα,σαν αυτές που καταπίνουν το σύμπαν,στο μαύρο κλουβί μου, βαμμένο στην πίσσα.
Πρέπει να είναι μέρα έξω γιατί μια ακτίδα χτυπάει το πάτωμά μου.Πως έφτασε ως εδώ;Ποιος τρύπησε τον τοίχο μου;
Μάλλον θα 'ναι κανένα καινούργιο βασανιστήριο.
Σιγά και τι έγινε, συνήθισα πια. Μέσα σε ένα κλουβί, το μυαλό σου, σου παίζει παιχνίδια.Πρώτα χτυπιέσαι στους τοίχους βρίζεις και φωνάζεις τους δεσμώτες σου.Σε ρημάζουν στο ξύλο και μετά το συνηθίζεις. Αρχίζεις να το αγαπάς. Την νύχτα του. Tο ξημέρωμα του και ας μην το βλέπεις. Tο ξέρει το κορμί σου. Αγαπάς την απλυσιά σου, τα σκισμένα ρούχα σου,το χαλασμένο σου τομάρι. Μαθαίνεις κάθε χιλιοστό του.
Έτσι είναι.
Εσύ το έφτιαξες.
(Ναι). Το κελί του εαυτού μας, εμείς το φτιάχνουμε κανένας άλλος. Βάζουμε και πόστερ μεγάλα. Με γυμνές,με αυτοκίνητα,με σπίτια,οικογένειες,όνειρα υλικά,θεούς,δαίμονες και ότι άλλο θελήσουμε.
...μια ιστορία θέλω να πω.
Κάποιο βράδυ εγώ ένιωσα στο σβέρκο μου, την σγουριά από τις αλυσίδες μου. Δεν με πείραζε που με σφίγγανε, αλλά οι πληγές πολλές και η σγουριά έμπαινε σιγά σιγά μέσα στο δέρμα μου. Εκείνο το βράδυ είδα μέσα μου αστέρια κι είπα να ευχηθώ σε αυτά. Αλλά ντράπηκα, γιατί στα διπλανά κελιά άλλοι ήταν χειρότερα και όλο κλαίγανε.
Τότε σκέφτηκα μια ρωγμή. Μια χαραμάδα να βλέπει κάπου αλλού. Σε κόσμο υπερρεαλιστικό γεμάτο με ανέμους δυνατούς και τυφώνες, με αγάπη χωρίς αλυσίδες και απλή γύμνια. Γύμνια της σκέψης και των συναισθημάτων.
Κοιμήθηκα ζωντανός εκείνο το βράδυ.
Ξημέρωσε το σήμερα και νιώθω αυτή τη μικρή οπή, να με ζεσταίνει.Πλησίασα το μέτωπό μου και νιώθω τόσο ζωντανός πιά...Και φοβάμαι...
Φοβάμαι να κοιτάξω στην άλλη άκρη μην δω την ουτοπία μου. Μήπως και σταματήσω να ζω-να φοβάμαι. Αλήθεια δεν ξέρω, δεν θέλω...
αφήστε με!
Κλείνω.
Ακούω πάλι τους δεσμοφύλακες μου. Θα βάλω μπροστά μια φωτογραφία να την καλύψω.
Όταν φύγουν, θέλω, με ότι έχει απομείνει επάνω μου, που να θυμίζει εμένα, να σε ξαναδώ πίσω απ΄τη φωτογραφία! Μόνο για να με ακουμπήσεις λίγο στο μέτωπο, να ζεστάνω λίγο την ψυχή μου!
Tin
Για τοίχους-πέτρες(τυχόπετρες) έχει ανθρώπινες πλάτες και πρόσωπα με μάτια της απορίας, νυσταγμένα.
Πόστερ παντού αχρονολόγητα
για πέταμα σε μια λεκάνη κοινής χρήσης
...κι ένας νιπτήρας με δυο βάνες
αριστερά για αλκοόλ, δεξιά για νερό.
Ένα κρεβάτι φακίρη στην άκρη, με ένα υπόστρωμα από σύννεφα
το πάτωμα καθρέφτης βρώμικος, ξυπόλητα τα πόδια σε κάθε βάδισμα να καθαρίζουνε την σκόνη.
Ένα κομοδίνο φτιαγμένο από ξύλινες αναμνήσεις.
Πάνω του ένα βιβλίο, εγχειρίδιο ονειροφυγής και μια λάμπα, στραβή, φτιαγμένη από σιδερένια θέλω.
Κελί μου...ψυχή μου.
λιτό σαν τις ανάγκες μου.
ασκέπαστο που είσαι... με διάφανο ουρανό
στο πλάι η σκάλα σου η κυκλική να οδηγεί μέχρι τα αστέρια
...κλείνω την πόρτα σου
ποτέ σου δεν με κλείδωσες εδώ μαζί σου
στα κάγκελα σου έφτανα τα ορθάνοιχτα να φύγω και φοβόμουνα μην μείνεις άδειο,
σάπιο και απρόσεχτο, σκοτεινιασμένο
Να ξέρεις πιο πολύ φοβόμουνα εγώ
μην μείνω μόνος μακριά σου
και σε γέμιζα από άκρη ως άκρη
αέρας, οξυγόνο, να ανάβω φωτιά να καίω κόσμους.
Άνεμος πιά
περνάω σιγά
μέσα από τις χαραμάδες σου.
and the scarecrow
.
https://www.youtube.com/watch?v=satY_ofTNo4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα εξεταστεί και θα αγνοηθεί.