Ετικέτες

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Το χρονικό ενός oνείρου


      Το χρονικό ενός
            Ονείρου

Σε μνήμες πίσω ταξιδάκι, δώδεκα χρονών παιδάκι,
μέσα στο σπίτι φυλακή, τον κρατούσε η βροχή.
Αφού πόρτα δε θα ανοίξει, να ’ρθει κάποιος να μιλήσει,
σιωπηλός στήνει το αυτί, στου ραδιοφώνου τη φωνή.
Μα ίδια τα τραγούδια μοιάζουν, νιώθει πως δεν τον εκφράζουν
και σαν παιχνίδι αρχικά, να αλλάξει λόγια ξεκινά.
Βράδυ τώρα πια ζυγώνει, μα το κεφάλι δε σηκώνει,
το μολύβι ξαφνικά, στο χέρι του παίρνει φωτιά.
Το τετράδιο γεμίζει, λέξεις, φράσεις πλημυρίζει,
μέρες στο δωμάτιο μένει και να γράφει επιμένει.
Κάποιο απόγευμα μαζί του, οι γονείς και συγγενείς του,
του ζητάνε να τους πει, αυτά που κρύβει στο χαρτί.
Περήφανα χαμογελούνε, καθώς τους στίχους του ακούνε
και με θάρρος τους μιλά.
-Θα ασχοληθώ πιο σοβαρά!
Τα βλέμματα τότε αλλάζουν και όλοι γύρω του φωνάζουν.
-Τι, θα γίνεις, θες να πεις; Συγγραφέας; Ποιητής;
Μην πετάς στα όνειρά σου, διάβασμα είναι η δουλειά σου.
Άστο γράψιμο γι’ άλλους, πιο ικανούς και πιο μεγάλους.

Μα κάποια μέρα στο σχολείο, άσκηση σ’ ένα βιβλίο,
ποίημα του ζητούν να φτιάξει, τη φιλία να περιγράψει.
Ξεκινά να γράφει, σβήνει, αφού ο θυμός δε τον αφήνει,
σκέφτεται, είναι η αφορμή, για αυτά που θέλει να τους πει.
Οι λέξεις στις γραμμές κυλούνε και γύρω οι άλλοι τον κοιτούνε,
να ρίχνει δίχως δισταγμό, ψυχή και σώμα στο γραπτό.
Την άλλη μέρα που ησυχάζει, κοντά η δασκάλα πλησιάζει,
του λέει της άρεσε πολύ και πόσο έχει ξαφνιαστεί.
 -Πολύ όμορφο το ποίημα, ειλικρινά, μα είναι κρίμα,
γιατί νομίζω δεν μπορεί, στην αίθουσα να διαβαστεί.
Γραμμένο είναι από καρδιά, τα λόγια του, όμως, σκληρά
και φοβάμαι θα αντιδρούνε, τα παιδιά σαν τα ακούνε.
Το βλέμμα αμέσως κατεβαίνει και πίκρα στη καρδιά του μένει,
πιστεύει πως πρέπει να αφήσει, για πάντα το όνειρο να σβήσει.
Και αν τύχει πάλι, να τολμήσει, τις σκέψεις του να ζωγραφίσει,
τον έχουν πείσει όλοι πια, να μην μιλήσει πουθενά.

Χρόνια τώρα έχουν περάσει, το τετράδιο έχει χάσει,
σχέσεις, φίλοι και δουλειά, δένουν τα χέρια του σφιχτά.
Τα μάτια του ψηλά σηκώνει και με το Θεό μαλώνει.
-Νομίζω πια θα τρελαθώ. Θαύμα έχω ανάγκη να σωθώ.
Έλα κοντά να σου μιλήσω, μια χάρη θέλω να ζητήσω.
γαλήνη μέσα μου να βρω, στείλε μου άγγελο να δω.
Η νύχτα αδειάζει το μυαλό του και βλέπει εκείνη σε όνειρό του,
να του λέει γλυκά στο αυτί:
-Μην μου κοιμάσαι, ποιητή!
Το μολύβι σου να αρπάξεις, ένα ποίημα να μου γράψεις
κι όλα αυτά που ’χουν συμβεί, να τα περάσεις στο χαρτί.
Και μην σε νοιάζει τι θα πούνε, όσοι δεν μπόρεσαν να δούνε,
αυτά που μέσα σου βαθειά, καιρό κρατάς, τα μυστικά.


Πίσπηρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα εξεταστεί και θα αγνοηθεί.