Ετικέτες

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ανακωχή

         Ανακωχή

Που γυρίζεις, που θεριεύεις, που να ψάξω να σε βρω
σε ποια κάμαρη κλεισμένος, σε ποιο δρόμο σκοτεινό,
σαν δειλός πάλι σε ψάχνω, με τη σκέψη της ντροπής,
το όνομά σου αναγγέλλω, τρεις φορές, για να φανείς.

Πέρασμα του χρόνου ήρθε, μα έχω μέσα ένα κενό,
στέκει άγραφη η πένα, δίχως θέμα να σκεφτώ,
μοιάζει να’ ναι η ηρεμία, του θανάτου η γιορτή,
απραξία, αδιαφορία και ενσυναίσθηση νεκρή.

Πόθος ακαής του νου μου κι εκπλήρωση ευχής,
την σκιά σου ν’ αποφύγω, κάποια μέρα να χαθείς,
βλέπεις νόμιζα αν σιωπούσες, θα ευτυχούσα μαγικά,
πια στη γη δε θα πατούσα, θα είχα σπάσει τα δεσμά.

Αιχμηρός ήταν ο λόγος, στοχευμένη η κριτική,
απ’ τους δυο μας ήσουν πάντα, πιο ευαίσθητος εσύ,
παραπλάνησης εικόνα, που τη λάτρευες κρυφά,
μα την έθαβα στο ψέμα, γιατί ζήλευα αρκετά.

Κάθε νίκη, σου ανήκει, πια θυμό μη μου κρατάς,
όταν φόβια δυσπιστούσα, εσύ πίστευες σε μας
αυστηρός και ταυτοχρόνως υπερπροστατευτικός,
με μια αίσθηση δικαίου, δικαστής κι αδερφός.

Άλλαξα, δε σου το κρύβω κι έχω όμορφες στιγμές,
μου έτυχαν όσα ζητούσα, τις βραδιές στις προσευχές,
θα πληρώσω όμως φοβάμαι,, τίμημα πολύ βαρύ,
του εαυτού μου αν σκοτώσω, αυτήν άλλη εκδοχή.

Αν μ’ ακούς γύρισε πίσω, σου ζητώ ανακωχή,
δε σε θέλω για οδηγό μου, αλλά σαν συμπορευτή,
δυο φωνές σ’ ένα σώμα, ίδιο δρόμο να τραβούν,
που αγαπιούνται, που μισούνται κι όμως πάλι ισορροπούν.


Πίσπηρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα εξεταστεί και θα αγνοηθεί.